- εὐκατάπαυστος
- εὐκατά-παυστος, ον,A easily pacified, Gal.1.334, Paul.Aeg.1.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατάπαυστος — εὐκατάπαυστος, ον (ΑΜ) αυτός που καταπαύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παυστος (< κατα παύω), πρβλ. α κατά παυστος, δυσ κατά παυστος] … Dictionary of Greek
εὐκατάπαυστον — εὐκατάπαυστος easily pacified masc/fem acc sg εὐκατάπαυστος easily pacified neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)